σπύραθος

σπύραθος
σπύραθος
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπύραθος — και πύραθος, ὁ, ἡ, Α στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ… …   Dictionary of Greek

  • σπυράθοις — σπύραθος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυράθους — σπύραθος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυράθων — σπύραθος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπύραθοι — σπύραθος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπύραθον — σπύραθος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυράθιον — και σπυρίθιον, τὸ, Α [σπύραθος] σπύραθος* …   Dictionary of Greek

  • σπυραθία — και αττ. τ. σφυραθία, ἡ, Α [σπύραθος] σπύραθος* …   Dictionary of Greek

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • πύραθος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) (κυρίως στον πληθ.) οἱ πυραθοι βλ. σπύραθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”